θεατρικά

θεατρικά
θεᾱτρικά , θεατρικός
of
neut nom/voc/acc pl
θεᾱτρικά̱ , θεατρικός
of
fem nom/voc/acc dual
θεᾱτρικά̱ , θεατρικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πιραντέλο, Λουίτζι — (Pirandello, Ακράγας 1867 – Ρώμη 1936). Ιταλός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος. Αντίθετα προς τη θέληση του πατέρα του, διάλεξε τις κλασικές σπουδές και παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα φιλολογίας πρώτα στο Παρίσι και ύστερα στη… …   Dictionary of Greek

  • Αντρέγεφ, Λεονίντ Νικολάγεβιτς — (Leonid Nikolayevich Andreyev, Ορέλ 1871 – Μουσταμέγκι, Φιλανδία 1919).Ρώσος συγγραφέας (αναφέρεται και ως Αντρέεφ). Τα πρώτα του έργα τράβηξαν την προσοχή του Γκόρκι, που ανέλαβε να τα δημοσιεύσει. Αρχικά προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του τα… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βόκοβιτς, Νίκος — (Κωνσταντινούπολη 1917 –).Ηθοποιός του θεάτρου και λογοτέχνης. Εγκαταστάθηκε νωρίς στην Αθήνα, όπου και σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός στο Ελεύθερο Θέατρο, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1959 67… …   Dictionary of Greek

  • Γκολντφάντεν, Άμπρααμ — (Abraham Goldfaden, Στάραγια Κωνσταντίνα, Ρωσία 1840 – Νέα Υόρκη 1908). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε ο ιδρυτής του επαγγελματικού εβραϊκού θεάτρου σε γλώσσα γίντις. Σπούδασε στο ραβινικό ιεροδιδασκαλείο του Ζιτομίρ.… …   Dictionary of Greek

  • Καρέλλη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1901 – 1998). Φιλολογικό ψευδώνυμο της ποιήτριας, θεατρικής συγγραφέως, δοκιμιογράφου και ακαδημαϊκού Χρυσούλας Αργυριάδου. Σπούδασε ξένες γλώσσες και φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Μαγκλής, Γιάννης — (Κάλυμνος 1909 –). Λογοτέχνης. Συμμερίστηκε τη ζωή των Καλύμνιων σφουγγαράδων για αρκετό διάστημα, περίπου επί 23 χρόνια, γεγονός που του παρείχε πλούσιο υλικό για τη συγγραφική εργασία του, και έζησε μια περίοδο της ζωής του στο Παρίσι, στη… …   Dictionary of Greek

  • Μητροπούλου, Κωστούλα — (Πειραιάς 1935 –). Πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά και θέατρο, ασχολήθηκε στις με τη δημοσιογραφία και με τη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε για αρκετά χρόνια με την εφημερίδα Έθνος και την ΕΡΑ 2, ενώ έχει εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”